Η κιβωτός της ελληνικής τυπογραφίας


ΕΘΝΟΣΣτέλιος Βογιατζάκης

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΑΠΟ ΤΡΕΙΣ ΓΡΑΦΙΣΤΕΣ
Την όχι και τόσο μακρινή εποχή, στην οποία οι ανώνυμοι μακετίστες αλλά και οι καταξιωμένοι καλλιτέχνες δημιουργούσαν επιγραφές καταστημάτων, συσκευασίες προϊόντων, εξώφυλλα βιβλίων και περιοδικών, διαφημιστικές ρεκλάμες και αφίσες ταινιών χρησιμοποιώντας ιδιαίτερους καλλιγραφικούς χαρακτήρες, επαναφέρουν και βλέπουν με σύγχρονη ματιά οι γραφίστες που δημιούργησαν το Στέλλα Πρότζεκτ.


Ο Βασίλης Γεωργίου, ο Γιάννης Καρλόπουλος και ο Παναγιώτης Χαρατζόπουλος
είναι οι τρεις γραφίστες που δημιούργησαν το Στέλλα Πρότζεκτ






Απομεινάρια εκείνης της εποχής υπάρχουν ακόμα και σήμερα στις σκονισμένες επιγραφές πάνω από τις εισόδους κλειστών καταστημάτων ή στις πολυκαιρισμένες σελίδες των περιοδικών και των βιβλίων που πολλοί κρύβουν στις ντουλάπες τους.


Ο Παναγιώτης Χαρατζόπουλος, ο Γιάννης Καρλόπουλος και ο Βασίλης Γεωργίου είδαν σε αυτές τις κομψές γραμματοσειρές ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας της ελληνικής γραφιστικής και αποφάσισαν να τις καταγράψουν, να τις ψηφιοποιήσουν και να δημιουργήσουν νέες οι οποίες θα αφορούν τους ανθρώπους της δεκαετίας μας.

Eτσι, η γραμματοσειρά με την οποία τυπώνονταν τα πασίγνωστα μηνύματα «ενοικιάζεται» και «πωλείται», ή αυτή που χρησιμοποιήθηκε για τους τίτλους των ταινιών της Κλακ Φιλμς, βγαίνουν από το πλαίσιο που τις έχουμε συνηθίσει και μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ευφάνταστους σύγχρονους τρόπους.

Από το εξωτερικό
«Ολες αυτές οι γραμματοσειρές της περιόδου 1950 - 1970 προέρχονταν από το εξωτερικό και αντιγράφονταν από τους Ελληνες μακετίστες, οι οποίοι προσέθεταν τη δική τους καλλιγραφική πινελιά και, λόγω των διαφορών με το λατινικό αλφάβητο, τους έδιναν το χρώμα της χώρας μας. Εβλεπαν περιοδικά όπως το Paris Match και τα αντέγραφαν.

Ξεκίνησαν να μεταφέρουν ξένα πρότυπα και σιγά σιγά αυτό έγινε μια βάση την οποία εμείς θέλουμε να επανακαθορίσουμε. Πολλές φορές καταχωνιάζουμε το παλιό και δεν το αναγνωρίζουμε. Στην πραγματικότητα, όμως, τίποτα δεν βγαίνει από παρθενογένεση. Και υπήρχε ένα ανεκμετάλλευτο υλικό, το οποίο βρίσκουμε την αφορμή να εξελίξουμε. Πώς αλλιώς θα προβάλεις την ελληνικότητα και το τοπικό να το κάνεις παγκόσμιο; Αν πάρουμε παραδείγματα όπως οι παλιές αφίσες του ΕΟΤ ή αυτές οι επιγραφές των καταστημάτων διαπιστώνουμε ότι είχαν κάτι ελληνικό» επισημαίνει ο Π. Χαρατζόπουλος.


Σπουδαίοι εικαστικοί όπως ο Μίνως Αργυράκης και ο Γιάννης Μόραλης
ασχολήθηκαν με τον σχεδιασμό εξωφύλλων. 

Από την πλευρά του, ο Γ. Καρλόπουλος επισημαίνει ότι κυρίως η δεκαετία του 1960 ήταν μια εποχή στην οποία οι πολίτες είχαν κάποιο εισόδημα να διαθέσουν για πράγματα πέρα από τα απολύτως απαραίτητα. «Μαζί με την οικονομική άνθηση έρχεται και η πολιτιστική. Η γραφιστική και το ντιζάιν δεν είναι ξένα με όσα συμβαίνουν στην κοινωνία. Πολλές φορές καθορίζουν συμπεριφορές και δημιουργούν πρότυπα. Τα σήματα λειτουργούν ως άλλα οικόσημα του βασιλείου».

Με τη δημιουργία γραμματοσειρών, διαφημιστικής ρεκλάμας και εξωφύλλων ασχολήθηκαν πολλοί σημαντικοί καλλιτέχνες. «Ο Μίνως Αργυράκης σχεδίασε το εξώφυλλο για τη Μαγική Πόλη και μετέτρεψε σε καρτούν τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι. Ο Γιάννης Μόραλης σχεδίασε το εξώφυλλο του εντύπου για παράσταση του Κάρολου Κουν. Ηταν πράγματα που ήθελαν να κάνουν. Δεν τα θεωρούσαν ξεπέτα».

Οι τρεις γραφίστες ακολουθούν τα βήματα ενός από τους γεννήτορες της οπτικής επικοινωνίας, του Γιώργου Βακιρτζή, ο οποίος σχεδίασε εμβληματικές αφίσες για τον ελληνικό κινηματογράφο και φυσικά αυτή της «Στέλλας». Στα χρόνια της δικτατορίας, ο Βακιρτζής όργωσε την Ελλάδα και κατέγραψε σε ένα ιστορικό λεύκωμα τις χειροποίητες επιγραφές που εντόπισε.

Ξύλινες επιγραφές
Οπως εξηγεί ο κ. Καρλόπουλος, η ελληνικότητα των ξύλινων επιγραφών είναι αδιαμφισβήτητη. «Αυτού του είδους η επιγραφή δεν υπάρχει ούτε στην Τουρκία ούτε στην Ιταλία. Στην Ελλάδα χρησιμοποιούσαν κομμάτια ξύλου, τα οποία ήξεραν να δουλεύουν επειδή έτσι φτιάχνονταν και οι βυζαντινές εικόνες. Οπως και οι εικόνες έτσι και οι επιγραφές ήταν φορητές. Στην Ιταλία, αντίθετα, έγραφαν στους τοίχους. Δεν είχαν αίσθηση της φορητότητας».




Η έρευνα και η γνώση των συντελεστών του Στέλλα Πρότζεκτ έχει οδηγήσει και στον εντοπισμό λαθών, τα οποία τις περισσότερες φορές περνούν απαρατήρητα στον μέσο πολίτη, αλλά είναι εύκολα αντιληπτά από ένα έμπειρο μάτι. Ενα κλασικό παράδειγμα είναι τα γράμματα που χρησιμοποιούνται στις πινακίδες του οδικού δικτύου.

«Σχεδόν όλες είναι γραμμένες λάθος. Φτιάχτηκαν στις αρχές της δεκαετίες του 1970 από μηχανικούς του αρμόδιου υπουργείου χωρίς γνώσεις τυπογραφίας. Αυτοί απλά πήραν ένα αγγλικό πρότυπο, το μετέφεραν στην Ελλάδα και αυτό το πρότυπο διαιωνίστηκε. Αν προσέξει κάποιος γράμματα όπως το ''χ'' ή το ''δ'' θα διαπιστώσει πόσο λάθος είναι. Επιπλέον, δεν υπάρχει ένα τυποποιημένο σύστημα. Στους ελληνικούς δρόμους θα δεις πολλές διαφορετικές γραμματοσειρές. Αυτά τα πράγματα τα έχουν λύσει στο εξωτερικό από τη δεκαετία του 1960» τονίζει ο Π. Χαρατζόπουλος.

Εμπορική χρήση
Το Στέλλα Πρότζεκτ αποτελεί μέρος της Ελληνικής Ψηφιακής Τυποθήκης και οι δημιουργοί του το χρησιμοποιούν εμπορικά, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι πρόκειται, με την καλή έννοια, για πάρεργο. «Είναι κάτι που μας αρέσει και μια κοινή αναφορά για όλους μας. Από την άλλη πρόκειται για μια αγορά που δεν αφορά πολλούς. Ο,τι κι αν κάνουμε δεν μπορούμε να πουλήσουμε πολλά αντίτυπα. Από την άλλη, αν πληρωνόμασταν κάθε φορά που κάποιος χρησιμοποιούσε τις γραμματοσειρές μας, τώρα θα ήμασταν στις Μπαχάμες» καταλήγει ο Π. Χαρατζόπουλος.


Σχεδόν όλες οι πινακίδες του οδικού δικτύου είναι γραμμένες λάθος,
βασιζόμενες στο αγγλικό πρότυπο. 

Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΚΑΤΣΟΥΛΙΔΗ
Δάσκαλος και ανανεωτής της ελληνικής γραμματοσειράς

Ο πνευματικός πατέρας των ιδρυτών του Στέλλα Πρότζεκτ και συνεργάτης της Ελληνικής Ψηφιακής Τυποθήκης είναι ο χαράκτης, ζωγράφος και σχεδιαστής γραμματοσειρών Τάκης Κατσουλίδης.

Ο Τ. Κατσουλίδης είναι ο άνθρωπος που ανανέωσε τις ελληνικές γραμματοσειρές στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και παραμένει δημιουργικά ακμαίος παρά το γεγονός ότι έχει ξεπεράσει τα 80. Πρόσφατα, μάλιστα, ολοκλήρωσε την ενδέκατη γραμματοσειρά του, την οποία ονόμασε «Μεσσηνιακή» από τον τόπο καταγωγής του.

Μιλώντας στο «Εθνος» για αυτή τη γραμματοσειρά, λέει ότι αποφάσισε να την κάνει ισοπαχή ακολουθώντας την τάση της εποχής. «Τα ισοπαχή γράμματα είναι πλέον στη μόδα. Οπότε σκέφτηκα να φτιάξω τη 'Μεσσηνιακή' με αυτό τον τρόπο και μετά θα περιμένω μερικά χρόνια για να περάσει και αυτή η μόδα και να επιστρέψουν οι ανισοπαχείς γραμματοσειρές».

Κατά τη διάρκεια των σπουδών του αλλά και αργότερα, ο κ. Κατσουλίδης διαπίστωσε ότι τα ελληνικά γράμματα δεν ήταν εφάμιλλα των λατινικών. «Τα λατινικά γράμματα είχαν εξελιχθεί στο πέρασμα των αιώνων. Αντίθετα, τα ελληνικά είχαν μείνει πίσω.

Aνεκμετάλλευτο θησαυρό χαρακτηρίζουν οι τρεις γραφίστες τα τυπογραφικά
στοιχεία της περιόδου 1950-1970





Και είχαν ξεκινήσει από ακόμα πιο χαμηλή αφετηρία, την εποχή που εφευρέθηκε η τυπογραφία. Το μεγάλο λάθος τότε ήταν ότι ο πρώτος τυπογράφος δεν αναζήτησε τα καλύτερα ελληνικά γράμματα που θα μπορούσε να βρει αλλά μετέφερε στο μέταλλο αυτά ενός μορφωμένου γραφέα της εποχής» εξηγεί.


Οι δύο πρώτες
Αυτός ο προβληματισμός τον οδήγησε στην απόφαση να φτιάξει τις δικές του γραμματοσειρές. Τις δύο πρώτες τις ολοκλήρωσε το 1989 και ήταν η «Απολλώνια» και η «Κατσουλίδης».

Τα «Απολλώνια» είχαν ως πρότυπο τα κλασικά «Ελζεβίρ» του 19ου αιώνα, τα οποία δεν βελτιώθηκαν όταν έγινε η μετάβαση από το μέταλλο στη φωτοστοιχειοθεσία. Αντίστοιχα, τα «Κατσουλίδης» είχαν ως πρότυπο τα δημοφιλή «Απλά», επίσης του 19ου αιώνα. «Τα Ελζεβίρ που ήταν τα καλύτερα της εποχής τους προέρχονται από την εξελικτική πορεία της ελληνικής τυπογραφίας από τον 15ο μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα.

Η εξέλιξη αυτή είναι καταφανώς σημαντική όσον αφορά στο σχέδιο του τυπογραφικού γράμματος, αν ληφθεί υπόψη η αφετηρία της ελληνικής τυπογραφίας και τα πρότυπα των γραμμάτων από τα οποία ξεκίνησε».


Ο Τάκης Κατσουλίδης σχεδιάζει την καινούργια γραμματοσειρά του, την οποία ονόμασε
«Μεσσηνιακή» από τον τόπο καταγωγής του 

Ο Τ. Κατσουλίδης έχει ασχοληθεί και με τις επιγραφές, τις οποίες θυμάται με μεγάλη τρυφερότητα. «Εβγαλα χρήματα από τις ταμπέλες. Ηταν το χαρτζιλίκι μου όταν πήγαινα στο γυμνάσιο. Οι ταμπελατζήδες ήταν αυτοδίδακτοι και είχαν ταλέντο. Μερικούς δεν μπορούσα να τους φτάσω σε αυτό. Αλλά ακριβώς επειδή ήταν αυτοδίδακτοι, έκαναν μια επιγραφή και δεν μπορούσαν να πάνε παρακάτω τη δουλειά τους. Μέχρι εκεί έφταναν».

Σχετικά άρθρα

Πηγή: 
ΕΘΝΟΣ, 3:59, 22/10/2016Στέλιος Βογιατζάκης
Φωτογραφίες: 
Χάρης Γκίκας, Θάλεια Γαλανοπούλου

Σχόλια