Η Ιστορία του Bauhaus 1919 - 1933



H σχολή του Bauhaus ιδρύθηκε το 1919 από τον Βάλτερ Γκρόπιους στη Βαϊμάρη και αρχικά αποτέλεσε ένα είδος συγχώνευσης της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Βαϊμάρης (γερμ. Grossherzogliche Sächsische Hochschule für Bildende Kunst) με τη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών της Βαϊμάρης (γερμ. Kunstgewerbeschule). 

H σχολή του Bauhaus λειτούργησε σε τρεις διαφορετικές πόλεις της Γερμανίας, στη Βαϊμάρη (1919-25), στο Ντεσάου (1925-32) και στο Βερολίνο (1932-33), υπό την διεύθυνση των Βάλτερ Γκρόπιους (1919-28), Χάνες Μέγιερ (1928-30) και Μις βαν ντερ Ρόε (1930-33) αντίστοιχα. Οι αλλαγές στην έδρα και στην ηγεσία της συνδέονταν με αντίστοιχες διαφοροποιήσεις στην πολιτική της αλλά και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ύφους της.


Η ξυλογραφία του καθεδρικού ναού, από Lyonel Feininger

Η σχολή της Βαϊμάρης (Weimar) 1919 - 1925 
Οι ιστορικές ρίζες του Bauhaus τοποθετούνται συχνά στα μέσα του 19ου αιώνα και στο Βρετανικό κίνημα Arts and Crafts του Γουίλιαμ Μόρις, που ήταν συνδεδεμένο με τις ευρύτερες προσπάθειες ενοποίησης της καλλιτεχνικής έκφρασης με τη δημιουργία πρακτικών κατασκευών, που σημειώθηκαν μετά τη βιομηχανική επανάσταση. Βασική αρχή της σχολής ήταν το ανοιχτό πνεύμα μπροστά στις νέες προκλήσεις της εποχής αλλά και ειδικότερα η προσέγγισή τους, περισσότερο από μια πρακτική άποψη και λιγότερο θεωρητικά. 

Διάγραμμα για τη δομή της διδασκαλίας στο Bauhaus

Στο μανιφέστο του Bauhaus που δημοσιεύτηκε το 1919, ο Γκρόπιους ανέλυσε το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της σχολής και τόνισε την αναγκαιότητα κατάργησης τής διάκρισης μεταξύ σπουδαστών στην τέχνη και στην τεχνική κατάρτιση, με όραμα τη δημιουργία ενός νέου τύπου κτιρίου του μέλλοντος, το οποίο θα συνδύαζε την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και τη ζωγραφική σε μία ενιαία φόρμα.


Βάλτερ Γκρόπιους
Ο Γκρόπιους επιθυμούσε να αναλάβουν το ρόλο των καθηγητών διακεκριμένοι και διάσημοι καλλιτέχνες, ακόμα και αν το έργο τους ήταν δυσπρόσιτο. Μεταξύ των πρώτων που δίδαξαν στη σχολή ήταν οι ζωγράφοι Γιοχάνες Ίτεν, Λάιονελ Φάινινγκερ, Πάουλ Κλέε και Βασίλι Καντίνσκι, καθώς και οι γλύπτες Γκέρχαρντ Μαρκς και Όσκαρ Σλέμερ. Ο Ίτεν υπήρξε μία από τις πιο επιδραστικές προσωπικότητες της σχολής και εκείνος που διαμόρφωσε τον πρώτο κύκλο σπουδών στη σχολή. Το πρόγραμμα σπουδών περιλάμβανε ένα αρχικό προπαρασκευαστικό στάδιο (Vorlehre) διάρκειας έξι μηνών και στη συνέχεια ακολουθούσε μία τριετής περίοδος φοίτησης, κατά την οποία οι σπουδαστές εκπαιδεύονταν πρακτικά σε εργαστήρια (Werklehre), λαμβάνοντας παράλληλα θεωρητικά μαθήματα (Formlehre). Κάθε εργαστήριο διέθετε ως επικεφαλής δύο δασκάλους, έναν καλλιτέχνη (Meister der Form) και έναν τεχνίτη ή τεχνικό (Meister des Handwerks), που ειδικεύονταν σε μία ή περισσότερες μορφές τέχνης. Η εκπαίδευση αποσκοπούσε στην απόκτηση τόσο πρακτικών τεχνικών γνώσεων όσο και καλλιτεχνικών δεξιοτήτων, με κύρια φιλοσοφία τη μάθηση μέσα από την πράξη. Στα εργαστήρια, οι σπουδαστές διδάσκονταν ελεύθερο σχέδιο, μεταλλοτεχνία, υφαντουργική, ξυλοτεχνία, κεραμεική, τυπογραφία, βιβλιοδεσία και εν γένει τη χρήση διαφορετικών υλικών, όπως γυαλί, ξύλο, μέταλλο κ.λπ. Αξιοσημείωτες θεωρητικές διαλέξεις υπήρξαν αυτές του Κλέε, πάνω σε βασικά προβλήματα της φόρμας, καθώς και τα σεμινάρια του Καντίνσκι.


Weissenhof Siedlung, Στουτγκάρδη (1927)
Παρά τις επιδιώξεις της σχολής, στα πρώτα στάδια της λειτουργίας της δεν κατόρθωσε να εφαρμόσει πλήρως το πρόγραμμά της. Η συνεργασία μεταξύ των διαφορετικών εργαστηριών ήταν συχνά περιορισμένη, ενώ δεν υπήρξε από την αρχή τμήμα αρχιτεκτονικής. Τα πρώτα χρόνια του Bauhaus σημαδεύτηκαν επίσης από τη διαμάχη μεταξύ του Γκρόπιους και του Ίτεν, τόσο σε επίπεδο προσωπικών διαφορών όσο και σε επίπεδο αρχών. Ο Ίτεν έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην αυτόνομη καλλιτεχνική δημιουργία, που θα μπορούσε να είναι ασύμβατη με τις κοινωνικές ανάγκες, αντίθετα ο Γκρόπιους ενδιαφερόταν πρωτίστως για την ένταξη του καλλιτέχνη στο κοινωνικό σώμα, υποστηρίζοντας τη μετατόπιση της σχολής προς το βιομηχανικό σχεδιασμό, σύμφωνα με το δόγμα «Τέχνη και τεχνολογία, μία νέα ενότητα». Η θέση του Γκρόπιους ήταν πως μια νέα ιστορική περίοδος ξεκινούσε με το τέλος του πολέμου και πως ένα νέο αρχιτεκτονικό ύφος θα έπρεπε να απεικονίσει και να συμβολίσει αυτή τη νέα εποχή, όντας λειτουργικό, φτηνό αλλά ταυτόχρονα με καλλιτεχνικές αξιώσεις. Τη θέση του Ίτεν ανέλαβε το 1923 ο Λάσλο Μόχοϊ-Νάγκυ, ο οποίος δίδαξε το προπαρασκευαστικό μάθημα της σχολής μέχρι το 1928, διατηρώντας όμως κάποιες βασικές αρχές που κληροδότησε ο Ίτεν. Οι νέες τάσεις που ακολούθησε η σχολή το επόμενο διάστημα παρουσιάστηκαν στην έκθεση Bauhaus του 1923, η οποία περιλάμβανε αρχιτεκτονικά σχέδια του J. J. P. Oud, του Λε Κορμπυζιέ, του Γκρόπιους και του Georg Muche, καθώς και τοιχογραφίες των Γιοστ Σμίντ, Χέρμπερτ Μπάγιερ και Όσκαρ Σλέμερ.


Η σχολή της Βαϊμάρης επιχορηγήθηκε από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και ως κρατική σχολή βρισκόταν σε μεγάλη εξάρτηση από την κυβέρνηση. Από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, υποβλήθηκε σε έντονη κριτική, προερχόμενη κυρίως από συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις, παρά την επιθυμία του Γκρόπιους να διαμορφωθεί μία απολιτική σχολή. Η άνοδος των συντηρητικών κομμάτων της δεξιάς – που επιθυμούσαν από νωρίς το κλείσιμο της σχολής – στις εκλογές του 1924, σηματοδότησαν την παύση της λειτουργίας της σχολής της Βαϊμάρης.


Η σχολή του Ντεσάου (Dessau) 1925 – 1932 
Μετά την πολιτική απόφαση διακοπής τής λειτουργίας της σχολής της Βαϊμάρης, αρκετές γερμανικές πόλεις εξέφρασαν ενδιαφέρον να φιλοξενήσουν τη σχολή Bauhaus, μεταξύ αυτών το Μόναχο, το Αμβούργο, το Ντάρμσταντ και η Φραγκφούρτη, προκειμένου να συνεχιστεί το έργο της. Τελικά, η σχολή μεταφέρθηκε στο Ντεσάου, πόλη περισσότερο προοδευτική και βιομηχανική. Το κτίριο της σχολής στο Ντεσάου, καθώς και οι κατοικίες των δασκάλων που σχεδίασε ο Γκρόπιους, αποτέλεσαν την επιτομή της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στη Γερμανία και κατατάσσονται στα σημαντικότερα κτίρια του 20ού αιώνα. 


Το νέο Bauhaus Dessau-σχολείο, σχεδιασμένο από τον Gropius και τα σπίτια του  διδακτικού προσωπικού, έγιναν η επιτομή της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στη Γερμανία.

Η αλλαγή στην έδρα της σχολής συνοδεύτηκε από βαθύτερες διαφοροποιήσεις στον τρόπο λειτουργίας της. Η διάρκεια του προπαρασκευαστικού μαθήματος διπλασιάστηκε, ενώ ο αριθμός των εργαστηρίων μειώθηκε με την κατάργηση του εργαστηρίου κεραμικής. Η σχολή έλαβε επίσης τον τίτλο του Ινστιτούτου Σχεδιασμού (Hochschul für Gestaltung) και αναβαθμίστηκε στο ίδιο επίπεδο με άλλες ακαδημίες καλών τεχνών. Το Νοέμβριο του 1925, ο Γκρόπιους ίδρυσε την εταιρεία Bauhaus (Bauhaus GmbH), γεγονός που επέτρεπε την εμπορική εκμετάλλευση προϊόντων Bauhaus, ενώ από τον Απρίλιο του 1927 λειτούργησε τμήμα αρχιτεκτονικής, υπό την εποπτεία του Χάνες Μέγερ. Το ύφος του Bauhaus και οι αρχιτέκτονες που δίδαξαν σε αυτή, επηρέασαν σημαντικά την έκθεση Die Wohnung (Η Κατοικία) που οργανώθηκε από την Deutscher Werkbund στη Στουτγκάρδη. Ένα σημαντικό συστατικό της έκθεσης αποτέλεσε το πρόγραμμα Weissenhof Siedlung, ένα σχέδιο ανέγερσης κατοικιών.



Στις αρχές του 1928 ο Γκρόπιους υπέβαλε την παραίτησή του, ως διευθυντής της σχολής, επιλέγοντας να εργαστεί ως αυτόνομος αρχιτέκτονας. Περίπου την ίδια περίοδο αποχώρησαν επίσης οι Μοχόλι-Νάγκυ, Μπάγερ και Μπρόιερ, ενώ τη διεύθυνση της σχολής ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Χάνες Μέγερ, μέχρι τον Αύγουστο του 1930.


Η σχολή του Βερολίνου (Berlin) 1930 – 1933 

Υπό τη διεύθυνση του Μέγερ, προωθήθηκαν σημαντικές αλλαγές, τόσο στη λειτουργία της σχολής όσο και στις βασικές αρχές πάνω στις οποίες στηρίχθηκε. Ο Μέγερ υπήρξε υποστηρικτής της μαρξιστικής ιδεολογίας και αντιλαμβανόταν τη σχολή περισσότερο ως ένα κοινωνικό φαινόμενο. Το πρόγραμμα σπουδών της στράφηκε κατ' επέκταση στη μαζική παραγωγή, με σκοπό την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών, εγκαταλείποντας τις αρχικές διακηρύξεις για μία ολιστική αντιμετώπιση των μορφών τέχνης. Το τμήμα αρχιτεκτονικής εξελίχθηκε σε έναν από τους κυριότερους τομείς της σχολής, όχι όμως σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώθηκαν στο μανιφέστο του Γκρόπιους, αλλά περισσότερο ως ένα αυτόνομο τμήμα της σχολής Bauhaus. Ο Μέγερ προώθησε επίσης την είσοδο μαθητών που δεν διέθεταν απαραίτητα την απαιτούμενη κλίση στις τέχνες, θεωρώντας πως o ρόλος της σχολής ήταν η προσέλκυση περισσότερων ανθρώπων και η ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία. 


Άποψη του κτιρίου του Αρχείου Μπαουχάους στο Βερολίνο
Η προσήλωση του Μέγερ στις μαρξιστικές ιδέες και ο ισχυρός πολιτικός χαρακτήρας που αποκτούσε η σχολή, συνέβαλαν στην αποχώρησή του διευθυντή της, το 1930, και την αντικατάστασή του από τον Μις βαν ντερ Ρόε, που αποτελούσε επιφανές μέλος της γερμανικής αβαν-γκαρντ αρχιτεκτονικής. Ο βαν ντερ Ρόε επιχείρησε να συνδυάσει τον κοινωνικό χαρακτήρα της σχολής, τον οποίο παράλληλα περιόρισε, με υψηλά αισθητικά κριτήρια. Υπό τη διεύθυνσή του, απαγορεύτηκε κάθε είδους πολιτική δράση εκ μέρους των σπουδαστών, περιορίζοντας τους σκοπούς του προγράμματος σπουδών στη χειροτεχνική και καλλιτεχνική εκπαίδευση των μαθητών. Συνολικά, η σχολή στράφηκε κυρίως στην αρχιτεκτονική, ενώ τα εργαστήρια της έπαψαν να παράγουν οικονομικά εκμεταλλεύσιμα προϊόντα, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση των σπουδαστών. Οι αποφάσεις και οι κατευθύνσεις που ακολούθησε ο βαν ντερ Ρόε έχουν γίνει αντικείμενο ανάμικτης κριτικής από τους ιστορικούς, ανάλογη με τις αντιλήψεις τους για την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει η σχολή Bauhaus. 



Κάτω από έντονες πολιτικές πιέσεις, η σχολή του Ντεσάου έπαψε να λειτουργεί το 1932. Λειτούργησε εκ νέου στο Βερολίνο, με πρωτοβουλία του βαν ντερ Ρόε, μέχρι το καλοκαίρι του 1933, αυτή τη φορά ως ιδιωτικό «Ανεξάρτητο Εκπαιδευτικό και Ερευνητικό Ινστιτούτο». Η σχολή του Βερολίνου είχε διαφορετικό πρόγραμμα σπουδών, διάρκειας επτά εξαμήνων, που αποσκοπούσε στην εκπαίδευση των σπουδαστών πάνω σε κάθε τομέα της αρχιτεκτονικής. Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Αδόλφο Χίτλερ το 1933, σημειώθηκε η οριστική παύση λειτουργίας της σχολής Bauhaus. Το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα είχε αντιταχθεί στο Bauhaus σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '20, καθώς το εκλάμβανε ως ένα μέτωπο κομμουνιστών, ειδικά επειδή πολλοί Ρώσοι καλλιτέχνες αναμίχθηκαν με αυτό. Ο Υπουργός Εσωτερικών και Εκπαίδευσης, Wilhelm Frick, υπήρξε ο πρώτος που κινήθηκε κατά των ρευμάτων της μοντέρνας τέχνης, που από το 1934 χαρακτηρίζονταν από το ναζιστικό καθεστώς ως «μη γερμανικά».
Jump over the Bauhaus, um 1927
Τα αποτελέσματα 
Το Bauhaus άσκησε σημαντική επίδραση στις τάσεις της τέχνης και της αρχιτεκτονικής στη δυτική Ευρώπη αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες όταν πολλοί από τους καλλιτέχνες που αναμίχθηκαν σε αυτό εξορίστηκαν από το ναζιστικό καθεστώς και αναζήτησαν την τύχη τους εκεί. Οι μέθοδοι διδασκαλίας και οι ιδέες που προώθησε η σχολή, μεταδόθηκαν μέσα από τους σπουδαστές και άλλους φορείς. Οι Βάλτερ Γκρόπιους, Μαρσέλ Μπρόιερ και Μόχοϊ-Νάγκυ εργάστηκαν μαζί στα μέσα της δεκαετίας του '30 στην Αγγλία, για την εταιρεία Isokon μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου. Στα τέλη της δεκαετίας του '30 ο βαν ντερ Ρόε εγκαταστάθηκε στο Σικάγο, όπου συνέχισε με επιτυχία το αρχιτεκτονικό του έργο, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του τμήματος αρχιτεκτονικής του Ινστιτούτου Τεχνολογίας τού Ιλινόις (Armour Institute). 



Ο Μόχοϊ-Νάγκυ ίδρυσε το 1937, στο Σικάγο, το «Νέο Bauhaus» (New Bauhaus, μετέπειτα Institute od Design) χάρη στη χορηγία του βιομηχάνου Walter Paepcke. Ο Χέρμπερτ Μπάγερ, με την υποστήριξη του Paepcke συμμετείχε σε αρκετά προγράμματα για το Άσπεν των ΗΠΑ, συμμετέχοντας και στη δημιουργία του Ινστιτούτου Άσπεν. Τόσο ο Γκρόπιους όσο και ο Μπρόιερ δίδαξαν στη σχολή σχεδίου του Χάρβαρντ (Harvard Graduate School of Design) ενώ συνεργάστηκαν και επαγγελματικά μέχρι το 1941. Το τμήμα του Χάρβαρντ είχε μεγάλη επιρροή στα τέλη της δεκαετίας του '40 και στις αρχές της δεκαετίας του '50, με αποφοίτους όπως οι Philip Johnson, Ι.Μ. Πέι, Lawrence Halprin και Paul Rudolph. 




Την περίοδο 1953-68, λειτούργησε στη Δυτική Γερμανία η Hochschule für Gestaltung, γνωστή ως Σχολή του Ουλμ, αποτελώντας σε ένα βαθμό διάδοχο του Bauhaus. Το 1960 ιδρύθηκε το Αρχείο Bauhaus (Bauhausarchiv) στο Ντάρμσταντ, από τον Hans Maria Wingler, με σκοπό την έρευνα και την προβολή της ιστορίας και της επίδρασης τής σχολής. Το 1971 μεταφέρθηκε στο δυτικό Βερολίνο και στεγάστηκε σε κτίριο που σχεδίασε ο Βάλτερ Γκρόπιους, ενώ εξελίχθηκε παράλληλα σε μουσείο για το βιομηχανικό σχεδιασμό. Το 1994 ιδρύθηκε το δημόσιο Ίδρυμα Bauhaus-Dessau, χάρη στο οποίο το κολέγιο Bauhaus-Dessau άρχισε από το 1999 να προσφέρει μεταπτυχιακά προγράμματα με συμμετέχοντες από όλο τον κόσμο.




Σήμερα η σχολή του Bauhaus είναι ένα σύμβολο του μοντερνισμού, με μεγάλη επίδραση στην εξέλιξη του λειτουργισμού (φονξιοναλισμός). Η σημαντικότερη συμβολή του βρίσκεται στον τομέα της σχεδίασης βιομηχανικών προϊόντων και ειδικότερα του σχεδιασμού επίπλων. Πολλά χαρακτηριστικά προϊόντα Bauhaus κυκλοφορούν απαράλλακτα ως σήμερα, όπως οι ταπετσαρίες, τα υφάσματα, τα φωτιστικά και οι διάσημες μεταλλικές πολυθρόνες.


Σχετικά άρθρα

Πηγές

Σχόλια